Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στεγίτις — ίτιδος, ἡ, Α πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέγος «πορνείο» + επίθημα ῖτις] … Dictionary of Greek
στεγῖτιν — στεγῖτις prostitute fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)